- παρασπόνδειος
- -ον, Α1. αυτός που γίνεται κατά την διάρκεια σπονδών2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρασπόνδεια(ενν. μέλη) ύμνοι που ψάλλονταν κατά τις σπονδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σπονδεῖος «αυτός που αναφέρεται στη σπονδή»].
Dictionary of Greek. 2013.